- φιμωτικός
- -ή, -όν, Α [φιμῶ]1. αυτός που επιφέρει σιωπή2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιμωτικόνμαγικό φίλτρο, ξόρκι που επιφέρει σιωπή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιμωτικόν — φιμωτικός silencing masc acc sg φιμωτικός silencing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)